- ὑπέρακμος
- 5230 ὑπέρακμος{сущ., 1}перезрелый возраст (1Кор. 7:36).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
ὑπέρακμος — sexually well developed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρακμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει περάσει πλέον την ακμή τής ηλικίας του μσν. 1. (το ουδ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ὑπέρακμον η ώριμη ηλικία, η ηλικία μετά τη νεότητα 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρακμα στην ώριμη πια ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ακμος (<… … Dictionary of Greek
ὑπέρακμον — ὑπέρακμος sexually well developed masc/fem acc sg ὑπέρακμος sexually well developed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεράκμοις — ὑπέρακμος sexually well developed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπεράκμων — ὑπέρακμος sexually well developed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρακμα — ὑπέρακμος sexually well developed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρακμοι — ὑπέρακμος sexually well developed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)